χονδρόν

χονδρόν
χονδρός
granular
masc acc sg
χονδρός
granular
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χόνδρον — τὸ, ΜΑ μσν. ανθεκτικός, ελαστικός ζωικός ιστός, χόνδρος αρχ. χοντροαλεσμένο σιτάρι, μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χόνδρος, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • χόνδρον — χόνδρος granule masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλενίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη, ωλένιος («τὸν ὠλενίτην χόνδρον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ՆԵԱՐԴ — (նեարդի կամ ներդի, ից.) NBH 2 0410 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ՆԵԱՐԴ. ἵς, ἵνες fibra, rae νεῦρον nervus τένων tendo ἁρτηρία arteria χόνδρον cartilago. Գրի եւ ՆԻԱՐԴ, ՆԷԱՐԴ, ՆԱՐԴ. Ջղային թելք եւ մազմզուկք ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”